Θυμάμαι, ήταν χειμώνας, χιονιάς, σκοτάδι μαύρο και κατέβαινα στο Φουρκουβούνι και έφεγγα με ένα φακό.
Εκεί πάνω από τα Κόκκινα μου σβήνει το φακό….. προς τα πάνω από τα φώτα του χωριού κάτι ξεχώριζε. Προς τα κάτω μαύρος χάρος το σκοτάδι .
Λέω, Γιάννη την πατήσαμε, φοβόμουνα μη πάω κάτω στου Κακογιάννη. Προχώρησα με το κώλο.
Στα Κόκκινα νοιώθω να πέφτω πάνω σε κάτι ζωντανό, μαλλιαρό. Ξεκάρδισα, ……. Ήταν ένας παλιογάδαρος του Ντούλη που τον είχε αμολυτό…
Συνέχισα σιγά- σιγά, έκανα δυο ώρες να κατέβω.
Ρίχνω μονάχος μου το καΐκι στη θάλασσα και μπαίνω μέσα και νοιώθω τα πόδια μου να παπλακούνε, είχα ξεχάσει να βάλω τον πύρο. Που να το βγάλω έξω, βουτώ από κάτω και βάζω τον πύρο, το σκαρώνω και πάω να αλλάξω, ξεπαγιασμένος, χειμώνας.
Αφού το ξεβούλιαξα φεύγω και πάω στον Καύκαλο για καλαμάρια…
Εκεί να σε έχω, τι καλαμάρια ήταν αυτά.
Κάνω πάντα ότι θέλω και για αυτό θα ζήσω πολλά χρόνια ακόμα.
Το ακούς;
Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)